GREEK

István László G.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο István László GEHER είναι ποιητής και μεταφραστής και έχει σπουδάσει Ουγγρική και Αγγλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο L. Eötvös της Βουδαπέστης. Έχει εκδώσει πέντε βιβλία ποίησης με πιο πρόσφατο το Ξαπλώνω να κρατήσω την ψυχή σου (2006). Έχει μεταφράσει Larkin, Dickinson, Shakespeare, Hughes, και Yeats και έχει βραβευτεί με το NKA Literary Grant, και το βραβείο ποίησης Radnóti Award for Poetry.

New Anthology of Young Hungarian Poets


István László G. Poems in Greek (Translated by Chris Chrissopoulos)






Η ζούγκλα

Ήταν σκοτεινά όπως στο εσωτερικό ενός πιάνου.
Οι αναπάλσεις του οργάνου
γεμίζουν τα μάτια σου, είπα καθώς σε κοίταζα
μέσα στις οκτάβες. Ο ήχος που βγαίνει από το κλειστό
φέρετρο, ζωντανεύει στο βάθος
του τάφου. Δεν είπα ποτέ: σε παρακαλώ, κοίταξε
κάπου αλλού. Καθώς το πιάνο παλλόταν,
και με διέστελλε, η υπόσχεση
διέλυσε το είναι μου. Λοιπόν, το σκοτάδι–
αν είναι καλό για το ξύλο, γιατί όχι και για μένα;
Λένε πως ο ήλιος, πριν περπατήσει στον ουρανό,
κατοικεί στη ζούγκλα, συλλέγοντας σκοτάδι.
Έτσι κάνω και εγώ από τα μάτια σου,
καιόμενος για πάντα.



Άφεση

Η ανθοφορία δεν διαρκεί, στο λευκό τραπεζομάντιλο
στέκεται το μυτερό βάζο, τα τρία λουλούδια που έβαλα εκεί έγειραν,
τα πέταλα μαράθηκαν λες από μια χλιαρή χειραψία.
Έτσι ζήσαμε για τρία χρόνια.
Πάνω στο μάλλινο χαλί, η χνουδωτή επιφάνεια των απογευμάτων,
όταν κυλιστήκαμε.
Υπήρχαν παντού πορσελάνινα πιάτα με κομματάκια κέικ
που τσιμπούσες ρίχνοντας ψίχουλα από τα δάχτυλά σου
– στο μαξιλάρι μου
(κοιμήθηκες σ’ αυτό) έβρισκα πάνω του άσπρες νιφάδες
απ’ τα μαλλιά σου.
Απλώς πες μου αγαπημένη μου, ακούω,
ο οίκτος είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων.
Τα βράδια ο αέρας,
σαν να πίναμε γλυκό κρασί από σπασμένα ποτήρια,
γλύκαινε γύρω σου, η μύτη σου εξέπνεε ένα ίχνος αρώματος.
Φύσηξα το στόμα σου, όπως θα φύσαγα μία καυτή σούπα,
φ, φ,
πήρα με το κουτάλι την καφετιά της επιφάνεια,
το γλάσο της αγάπης από το πρόσωπό σου,
την αμαρτία σου που είχε πήξει,
πήρα μια γουλιά, την κατάπια.
Ήταν και κάποιο βαλς, ξεχνώ τη μελωδία,
τα χέρια σου γλίστρησαν στα φιλντισένια πλήκτρα, που τώρα πρέπει να
φροντίζω εγώ. Δεν υπάρχει πίκρα μέσα μου,
μόνο που απόψε το απαύγασμα του φωτός στο γυαλί,
χαραγμένο λες από τα μάτια σου, με χτυπά ενοχλητικά,
ποτέ ξανά δεν θα σε δω, αλλά σε συγχωρώ και πάλι.

Κυρτωμένο φύλλο χαρτί

Ένα πληγωμένο φτερό, αυτό ήταν το πρόσωπό σου,
που δεν κοιτά πια.
Περιστέρι πριν το ατύχημα, που έξυσε το πεζοδρόμιο,
και διπλώθηκε σαν ύφασμα.
Κοίτα αγαπημένη, σου έφερα αυτό.
Λίγο συναίσθημα, σαν ιστό αράχνης που σαλεύει
στην ανάσα, κυματίζοντας μπροστά στο στόμα σου.
Ποτέ δεν πίστεψα ότι πλαστήκαμε
για να λέμε αλήθειες. Ναι, έχω ανάγκη το χέρι σου,
μια ρίζα που τρυπάει την άσφαλτο ψάχνοντας το χώμα,
μια σφιχτή κληματίδα γύρω μου – ένα απόγευμα
δεν είναι αρκετό για να την ξετυλίξω.
Τώρα πέτα αγάπη μου, πέτα, άφησε με μόνο, όπως σου είπα,
άφησε το πληγωμένο φτερό να σελαγίζει, επίτρεψέ μου να ακουμπήσω
στο στόμα το λευκό κρασί του αποχαιρετισμού.
Σου είπα, θέλω ένα κυρτωμένο φύλλο χαρτί.
Αλλά μόνο μετά τον θάνατό μου, σε παρακαλώ, κατάλαβε,
δεν νοιάζομαι τώρα για σκεπάσματα.



«…πληρώσαι τον θυμόν μου…» (Ησαΐας, 13.3)

Δεν υπάρχει λέξη για τον θυμό. Δεν ήταν θυμωμένος.
Έθεσε την οργή του σε μέλλοντα διαρκείας.
Ξεραμένα χόρτα ανάμεσα σε κορμούς δέντρων,
ένα κιτρινισμένο χορτάρινο μπάλωμα,
ένα άνυδρο μέλλον όπου δεν ακούστηκε καμία προφητεία.
Μόνο μια έρημος δύο εκατοστών, ένα ελάττωμα της γενειάδας
στο πρόσωπο του προφήτη που είχε
το περίγραμμα των ματιών του ενωμένο έτσι ώστε έπρεπε
διαρκώς να αλληθωρίζει. Λένε πώς οι καμήλες
πίνουν νερό ρίχνοντας μέσα του τα δάκρυά τους.
Τέτοια είναι η δίψα τους. Εντούτοις, εκεί όπου μαζεύεται η
βροχή, εκεί απομένει μια εξατμισμένη θάλασσα στα μάτια.
Προσέξτε τον ερχομό του αέρα και την κατάρα
της ανομβρίας. Μην κομματιάζετε τη γη μου,
μην αφήσετε τον ουρανό να σύρει άροτρο πάνω στο σώμα μου.
Μην αφήσετε το πάθος να κάψει την ρίζα.
Μην αφήσετε τον θυμό μου να μεγαλώσει.



Πόλεις πέφτουν

Μια θρυμματισμένη τοιχογραφία,
το φρύδι σου φυλακίζει οτιδήποτε το κοιτάζει.
Δεν βλέπουμε ο ένας τον άλλον.
Μιλάμε όπως η μέρα και η νύχτα παλεύουν για το φως
στο πίσω μέρος του καθρέφτη – εδώ είναι καλύτερα
να επικρατήσει η σιωπή. Η άμπωτη και η πλημμυρίδα
του θυμού έχουν σκάψει μια σκοτεινή τάφρο
κάτω από τα μάτια σου, υπομένεις αβοήθητη
το φούσκωμα των κυμάτων,
το ρυθμικό τους λίκνισμα σε ησυχάζει,
ή έτσι θα γινόταν, αν ακόμη και η ανάπαυλα αυτή δεν ήταν κομμάτι του
θυμού σου. Έχεις δουλειές το πρωί; Η οργή σου
δεν διαρκεί περισσότερο από τον ύπνο σου.
Μπορείς να φέρεις μερικά πράγματα; Το πρόσωπό σου
αφήνει σκόνη λες και είναι από σοβά καθώς στριφογυρίζεις
και στριφογυρίζεις στο μαξιλάρι – έτσι πέφτουν οι πόλεις,
όπως πέφτει μια στιγμή
επάνω στην άλλη στιγμή.



Μελέτη Κρυστάλλου

Η γραμμή του λαιμού σου σαν παγετώνας
ανάμεσα στις παγωμένες βουνοπλαγιές του δέρματός σου, αποκαλύπτει
το κρύο κάτω από την επιφάνεια.
Με κοιτάζεις συχνά. Δεν με νοιάζει. Ένα φεγγάρι
στο χάσιμο είναι η ψυχή σου, ακόνισμα δρεπανιών
μέχρι τη νέα σελήνη.
Μερικές γυναίκες, το λέω αυτό εκτός σκηνής,
έχουν μια παγωμένη μεμβράνη ανάμεσα στα δάκτυλα,
είναι πλάσματα του νερού.
Τώρα πες μου, όταν επιστρέψω σπίτι, θα με βοηθήσεις
να βγάλω το παλτό μου, βάζοντας στην άκρη οτιδήποτε
μπορεί να αφεθεί στην κρεμάστρα της ημέρας λέγοντας,
ίσως, μου έλειψες;
Ρίχνοντας ένα παγάκι στο κρυστάλλινο ποτήρι,
προσφέροντάς μου τον απολαυστικό του ήχο;
Κι όμως, τα μαργαριταρένια σου νύχια
δεν θα ακουμπήσουν ποτέ τον δίσκο σερβιρίσματος.
Κάποια σαν εσένα παγώνει το όνειρό μου,
όταν δεν με κοιτά καν στα μάτια,
παρά προσηλώνεται στον καθρέφτη,
παγοδρομώντας επάνω στο δικό της φως.

Κουρασμένος Θησέας

Κατέβασες την μπλε ξεθωριασμένη σακούλα σκουπιδιών
με κεσεδάκια γιαουρτιού, φλούδες μπανάνας, χρώματα
σαν του καμένου λαδιού. Τόσο πολλά υπολείμματα
μετά από μας το πρωί, μία γραμμή σκόνης
στην μπανιέρα, κραγιόν στα πλακάκια, το βλέμμα σου
ευθυγραμμισμένο με την κλίμακα. Με νωθρή, χρησιμοποιημένη
ευγένεια ξεκουράζεις το χέρι σου στο δικό μου. Η μνήμη ζυμώνεται
στον χρόνο, όπως παλαιώνει ο μηλίτης –
Ξυπνώ πάντα από την μυρωδιά κάτι ξινού.
Ίσως τα χαλιά, τόσα πολλά σχέδια πάνω τους,
να ακολουθήσεις – να περιπλανηθείς
στο οικείο άνετο λαβύρινθό σου. Καθαρίζεις
τις γωνίες, λαγουδάκια σκόνης σέρνονται έξω
κατάκοπα, ταΐζονται με αέρα. Σκύβει η γκρίζα
φιγούρα σου, σαν κάποια που νοίκιασε τη ζωή
εκ των προτέρων. Κλείνω τα μάτια μου. Θα μπορούσα να επιπλώσω
έναν χώρο δίχως εσένα.

Η λίμνη

Λες και το νερό ήταν από οστούν,
η σπονδυλική αψίδα, οι πλευρικές κυρτώσεις, τα πτερύγια της ράχης,
συγκροτούνται σε σώμα υπό το ρεύμα των κυμάτων.
Δεν μπορώ να κολυμπήσω σε αυτό, είπα.
Δεν με έστειλε κανένας εδώ, κανείς δεν με δελέασε.
Η οξύτητα του ήλιου, ένας διάστικτος δίσκος
στον ουρανό, ακτινοβολούσε μια βαθύτερη τύφλωση.
Καμία επιθυμία για κατάδυση, η επιφάνεια είναι ήρεμη –
η λίμνη, σαν μυστικό που σύντομα θα αποκαλυφθεί,
έγινε βαρετή και ανούσια. Ήξερα
πώς θα είχε γλυκιά γεύση, όμως αυτό που γευόμουν
ήταν το αλάτι του βράχου που άρχιζε να σπάει σαν τραγανή καραμέλα.
Δηλαδή πόσα κεφάλια έχετε εσείς; Κάποιος ρώτησε.
Δηλαδή πόσα; Μονάχα ένα. Κατόπιν καταδύθηκε μόνος.
Λες και το νερό ήταν φτιαγμένο από οστούν – επάνω του,
η σκιά της βουτιάς μου με το κεφάλι, ένα ακτινοσκοπημένο κάταγμα.



Φούγκα από κοινού

Δίχως κόπο, η θλίψη σου μπορεί
να γίνει δική μου. Άλλωστε δεν κάνω τίποτα με αυτήν.
Δεν την παρεμποδίζω. Τώρα, για τα δικά μου βάσανα,
δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο: ότι θα μπορούσαν να γίνουν
δικά σου. Έτσι λοιπόν, δίχως κόπο, αυτά είναι δικά μου.
Άλλωστε δεν κάνω τίποτα με αυτήν, με την λύπη μου.
Δεν την παρεμποδίζω. Με στεναχωρεί ότι δίχως
κόπο, η λύπη μου γίνεται δική σου. Την παρεμποδίζεις.
Τώρα, για τα δικά σου βάσανα, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο:
ότι θα μπορούσαν να γίνουν δικά μου. Έτσι λοιπόν, δίχως κόπο,
αυτά είναι δικά σου. Δεν με στεναχωρεί.
Πάντως κάνεις κάτι με τη λύπη μου.
Την παρεμποδίζεις. Δεν πειράζει αν μένουμε
δίχως λύπες. Άλλωστε δεν κάνουμε τίποτα με αυτές.
Τις παρεμποδίζουμε. Τώρα, για την κοινή μας λύπη,
δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο. Είναι μια στεναχώρια που χωρίς αυτή δεν
μπορούμε.
Άλλωστε κάνουμε κάτι με αυτήν. Ίσως, δεν την παρεμποδίζουμε.

Burger King

Τα κεφάλια τους παραπέμπουν σε τοτέμ,
καφετιές ακτίνες φωτός διαπερνούν τις ρωγμές των κρανίων –
οι άνθρωποι τρώνε.
Δεν σκέφτονται τις γυναίκες ή τα χρόνια που έρχονται,
αλλά ξετυλίγουν το χάρτινο περιτύλιγμα,
η κέτσαπ αιμορραγεί στις άσπρες πετσέτες,
απορροφιέται από τα μπιφτέκια,
και κολλάει στο χαρτί όπως η γάζα στην ανοικτή πληγή.
Οι τροφές στριφογυρίζουν στα στόματά τους.
Ψάχνουν στον ουρανίσκο τους λες και
θα γεννηθούν με μια κατάποση.
Οι άνθρωποι τρώνε, μόνοι.

Ιχθυοπώλης

Αυτή λοιπόν, είναι η εποχή του ιχθυοπώλη, όχι του ψαρά –
με το δίκοχο στραβά στο κεφάλι όπως ο λοχίας, ασταθές πάνω στην φράντζα,
καθώς «ζυγίζει» τους πελάτες, και «μετρά» τις χειρονομίες τους.
Χουφτώνει τον κυπρίνο με την ευκολία που εγώ κι εσείς
θα βάζαμε το χέρι μας σε ένα καλάθι μήλα.
Συμπονάει το ψάρι, ενώ οι παρανυχίδες τον τσούζουν
μουλιάζοντας στο αλμυρό νερό,
και το σηκώνει, αξιολογώντας όπως μόνο αυτός μπορεί,
την γυαλάδα του ασημένιου ματιού, την ζωντάνια του πτερυγίου,
το μηχανικό χτύπημα της καρδιάς,
απόλυτα αφοσιωμένος σε μια άκαρδη ευγένεια.
Υπολογίζει το σημείο ανάμεσα στα βράγχια,
όπου ένα νύχι μπήγεται εύκολα όπως στο βούτυρο,
και τεμαχίζει το ψάρι όπως οι άλλοι κόβουν ένα δεμάτι σέλινο.
Ψαλιδίζει τα λόγια του αλλιώς
κάποιοι θα προσβάλλονταν.
Αρπάζει κάθε ευκαιρία για επιβίωση
όπως το ψάρι αγωνίζεται για την τελευταία του αναπνοή –
δαγκώνοντας στον αέρα για νερό.

Πρώτο αγνωστικιστικό απόσπασμα

Πόσο φρικτό, να αιφνιδιαστείς –
να βρεις τελείως σχισμένη, παγωμένη,
να κοιτάζεις αδιάκριτα,
μια προσευχή πλεγμένη από νήματα λεπτού πάγου,
που αιμορραγεί μέχρι θανάτου για να σε γεμίσει μέχρι πληρότητας.
Μόνο η αδημονία του βλέμματός μου
–που συνεχίζει να αποζητά ακόμη και όταν έχει ικανοποιηθεί–
μπορεί να με οδηγήσει στη Χώρα των Ονομάτων,
των Διανεμημένων Ονομάτων,
στη Χώρα της Κοινής μας Εγκατάλειψης.
Αφήστε την ανακούφιση να ανασταλεί,
ανακαλέστε την ανατολή του ήλιου και το σβήσιμο του φωτός του.
Καμία επιθυμία, καμία πιθανότητα να καθαρίσουν τα μάτια μου,
να σπάσει ο καταρράκτης που είσαι εσύ:
πόσο φρικτό, να με αιφνιδιάσεις.

Δεύτερο αγνωστικιστικό απόσπασμα

Δεν είσαι εξοικειωμένος με την αμφιβολία,
δεν ξέρεις πώς να εμπνευστείς ξανά από αυτό που έχεις εκπνεύσει,
μένοντας λίγο πιο πίσω από τον ήχο της φωνής σου,
για σένα ο παραλογισμός πήρε σάρκα και οστά.
Δεν θα κουραστείς. Για σένα, η εξάντληση είναι πολυτέλεια,
σαν φιλοδώρημα χωμένο βαθιά στην τσέπη σου,
σαν να σκοντάφτεις πάνω σε μια πηγή σε στιγμή δίψας.
Το πρόσωπό σου μαλακώνει στη μεγάλη οργή,
δεν μπορείς καν να αφήσεις τη δικαστική ράβδο
εάν πρώτα δεν στρέψεις την κριτική στον εαυτό σου.
Κανείς δεν σε θυμάται, αν και είσαι εκείνος
που θυμάται όλα όσα έχουν λεχθεί,
και όλα όσα πρέπει να ξεχαστούν επιστρέφουν σε σένα.
Ό,τι ήταν και ό,τι δεν ήταν, όλα επιστρέφουν και ξεχνιούνται.
Έχεις τον τρόπο σου, αδυνατείς να αναγνωρίσεις κάποιον καλύτερο,
δεν μπορείς να δεις την έγνοια αυτών που σε νοιάζονται.

Εσωκλείστε με

Σε ποιον προσεύχεσαι; Ξέρω: το να μετρήσεις
την αμετροέπεια με ένα θνητό μυαλό
μοιάζει σαν να αντικαθιστάς τις αξίες με λέξεις,
ή σαν να σκορπίζεις το πάθος στον αέρα, όπως κι εγώ σε σκορπίζω.
Εσύ – σε ποιον προσεύχεσαι; εσύ που η δύναμή σου
επαφίεται στον οίκτο, εσύ που θέλησή σου
είναι κρυφά φασκιωμένη, εσύ, δίχως έστω μια
αχνή σκιά καταρράκτη
να θολώνει τα μάτια σου που ορούν τα πάντα;
Έτσι λοιπόν εξασθενίζει η αγάπη,
οι λέξεις υφαίνονται σε ένα ύφασμα που απανθρακώνεται –
ανάθημα που σιγοκαίει στη αγρυπνία σου.
Ακόμη και η νύχτα, σε αυτόν τον τόπο της ικεσίας,
ποθεί να είναι ένα πηγάδι που σβήνει την δίψα,
μια κοίτη ποταμού υποσκαμμένη και ξηρή,
μια σκιά που διαστέλλει τα όρια της ημέρας.
Σε ποιον προσεύχεσαι; Εάν δεν μπορείς να απαντήσεις,
θα πω εγώ για σένα την πρώτη προσευχή σου,
πες πως είναι μια προσευχή που έκανες εσύ,
ο καθρέφτης σου: κλείσε τα μάτια σου, εσώκλεισέ με.